συγύρι

συγύρι
και συγύριο και σύγυρο και σύγιουρο, το, Ν
1. συγύρισμα, τακτοποίηση
2. κάθε εξωτερικός χώρος οικίας, όπως είναι λ.χ. η αυλή ή ο κήπος
3. (κυρίως στον πληθ.) τα συγύρια
τα οικιακά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο τού ρ. συγυρίζω (πρβλ. εγκώμιο < εγκωμιάζω, ενοίκιο < ενοικιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”